- παθιάζομαι
- παθιάστηκα, παθιασμένος: κατέχομαι από πάθος, από εμπάθεια: Αυτό το παιδί παθιάζεται με ορισμένα παιχνίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παθιάζομαι — παθιάζομαι, παθιάστηκα, παθιασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: παθιάζομαι : η μτχ. παθιασμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ γεμάτος πάθος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δασιασμένος — η, ο ο δασερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος, σχηματισμός κατά τα σε ιασμένος, αναλογικά προς το σχήμα πάθος παθιάζομαι παθιασμένος] … Dictionary of Greek
παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… … Dictionary of Greek
προπαθαίνομαι — Α (για ρήτορα) παθιάζομαι προτού αρχίσω τον λόγο μου, παίρνω παθιασμένο ύφος εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παθαίνομαι «κυριεύομαι από έντονο πάθος»] … Dictionary of Greek